φαρμακιάρης

φαρμακιάρης
ο , φαρμακιάρα η злобный, зловредный человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φαρμακιάρης" в других словарях:

  • φαρμακιάρης — ο, θηλ. φαρμακιάρα, Ν (για πρόσ.) κακεντρεχής, φθονερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάκι + κατάλ. άρης (πρβλ. κουρελι άρης)] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακομύτης — ο θηλ. α εκείνος που η μύτη του στάζει φαρμάκι, κακεντρεχής, φθονερός, φαρμακιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιδόγλωσσα — η 1. η γλώσσα του φιδιού. 2. μτφ., άνθρωπος κακόγλωσσος, που η γλώσσα του στάζει φαρμάκι, ο φαρμακιάρης: Δε λέει καλή κουβέντα για κανένα, τέτοια φιδόγλωσσα είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»